- χηρωστής
- ὁ, Α1. αυτός που ενεργεί ως επίτροπος χηρών και ορφανών2. συν. στον πληθ. oἱ χηρωσταίμακρινοί συγγενείς οι οποίοι κληρονομούσαν τον θανόντα λόγω έλλειψης στενότερων συγγενών («χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντος», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος τού οικογενειακού δικαίου, ο οποίος συνδέεται με τις λχήρα, χῆρος, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος ως προς τον τρόπο σχηματισμού, όπως άλλωστε και το συγγενές λατ. heres, -ēdis «κληρονόμος». Κατά την επικρατέστερη άποψη, οι δύο αυτοί τ. έχουν σχηματιστεί με ΙΕ επίθημα *-ed-/-od-, το οποίο εμφανίζει την απαθή βαθμίδα στον λατ. τ. και την εκτεταμένηετεροιωμένη στον ελλ. τ. χηρ-ωσ-τής (< *χηρ-ωδ-της), ο οποίος εμφανίζει επί πλέον την κατάλ. -της*. Σύμφωνα με παλαιότερες, λιγότερο πιθανές, απόψεις, η λ. χηρωστής είναι σύνθ. με α' συνθετικό έναν τ. *χηρον, συγγενή της λ. χήρα (για τη δυσερμήνευτη σχέση τών σημ. «χήρα» και «κληρονόμος», πρβλ. την πιθανή σύνδεση τού γερμ. Erbe «κληρονομιά» με τη ρίζα της λ. ὀρφανός) και β' συνθετικό έναν τ. -ωσ-της (< *ωδ-της), που συνδέεται με το αρχ. ινδ. ā-dā- «παίρνω, λαμβάνω»].
Dictionary of Greek. 2013.